ύπερθεν

ύπερθεν
και αιολ. τ. ὕπερθα και για μετρ. λόγους ὕπερθε Α
επίρρ.
1. από πάνω
2. (σχετικά με το σώμα) στα άνω τμήματα
3. από τον ουρανό, από τους θεούς
4. (με γεν.) περισσότερο
5. χρησιμοποιείται και για να δηλώσει σύγκριση («τοτὲ μὲν ἄπορα, τοτὲ δ' ὕπερθεν» — δηλ. χειρότερα ακόμα, Σοφ.)
6. σε ανώτερο βαθμό
7. φρ. «ὕπερθεν γίγνομαί τινος» — νικώ, καταβάλλω κάποιον (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπέρ + επιρρμ. κατάλ. -θεν/ -θε*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὕπερθεν — from above indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕπερθε — ὕπερθεν from above indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • выспрь — (30) нар. 1. Вверх, ввысь: анг҃лы ст҃ии грозьно трѩсѹтьсѩ възносѩще д҃ховьнѹю жьртвѹ выспрь на нб҃са. СбТр XII/XIII, 29 об.; видѣхъ голубь выспрь летѩщь на высотѹ нб(с)нѹю. ПрЛ XIII, 133г; бл҃гъ мѹжь и превелии, прч(с)тъ и выспрь высокъ паче… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • BARDAEI — populi Illyrici, quorum mentio in Glossis, Bardei, Ι᾿λλὑροιο δοῦλοι, ὁι δὲ ἀγωνισάμενοι ὑπὲρ τῆς Ι᾿ταλίας κατα Κίννου καὶ Μαρίου ςτρατευσάμενοι. Illyrici servi, qui pro Italia pugnantes, contra Cinnam et Marium cum exercitu profecti sunt, ubi… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CECROPS — primus Atheniensium Rex. Euseb. in Chron. l. 1. Οἱ δὲ οὖν κατα τὸν Ω῎γυγον, καὶ τὸν κατακλυσμὸν, βαςιλεῖς; εἰςἱν ὅι δέ. Πρῶτος Κέκροψ, ὁ Διφυής. Iohannes Tzetzes, Chil. 5. Hist. 18. Πρῶτος ἁπάντων Α᾿ττικῆς ὁ Κέκροψ βαςιλεὑει, Apollodotus, l. 3.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PEDOCUCULLI — qui et Cucullopedones cuculli sunt pedum, quorum mentio habetur in Notis Tironis et Senecae. Non enim de capite solum cucullus, sed et de pedibus, reperitur. Sic Graecis πῖλος et pedum et capitis dicitur. Hesiod. in Ε῎ργ. v. 544. Κεφαλῆφι δ᾿… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PRAENESTE — urbs Latii una ex celeberrimis, in sinibus Aequorum, a Româ 24. mill. pass. versus Fucinum lacum. Memoratur Plauto, Ciceroni, pro Planc. c. 26. Varroni, Virgilio, Propertio, Horatio, Livio, Dionysio, Velleio, Val. Maximo, Straboni, Plinio, Statio …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • υπεροχώ — έω, Α [ὑπεροχή] κρατώ ψηλά, υποστηρίζω («μηροῡ κεφαλὴ ὑπεροχοῡσα τὸ ὕπερθεν τοῡ σώματος», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • φοξός — ή, όν, ΜΑ μυτερός, σουβλερός («αὐτὰρ ὕπερθεν φοξὸς ἔην κεφαλὴν [ὁ Θερσίτης]», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. επίθ. το οποίο εμφανίζει το επίθημα σός τής καθημερινής γλώσσας (πρβλ. καμψός, λοξός, φριξός). Η σύνδεση με τη λ. φάγρος (Ι)*… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”